πενιχρός

πενιχρός
-ή, -ό / πενιχρός, -ά, -όν, ΝΑ
αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα»)
νεοελλ.
1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή»)
2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός («πενιχρό γεύμα»)
αρχ.
ενδεής, φτωχός, άπορος.
επίρρ...
πενιχρώς και -ά / πενιχρῶς ΝΑ
με πενιχρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. τού ρ. πένομαι με επίθημα -χρός (πρβλ. βδελυ-χρός, μελι-χρός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πενιχρός — poor masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρός — ή, ό 1. φτωχικός: Πενιχρά ρούχα. 2. λιγοστός, ανεπαρκής: Πενιχρά έσοδα. 3. ασήμαντος, μικρής αξίας: Πενιχρά τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής μας δουλειάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενιχρά — πενιχρός poor neut nom/voc/acc pl πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc/acc dual πενιχρά̱ , πενιχρός poor fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρότερον — πενιχρός poor adverbial comp πενιχρός poor masc acc comp sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτέραις — πενιχρός poor fem dat comp pl πενιχροτέρᾱͅς , πενιχρός poor fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρῶν — πενιχρός poor fem gen pl πενιχρός poor masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχρόν — πενιχρός poor masc acc sg πενιχρός poor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραῖς — πενιχρός poor fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχραί — πενιχρός poor fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενιχροτάτου — πενιχρός poor masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”