- πενιχρός
- -ή, -ό / πενιχρός, -ά, -όν, ΝΑαυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα»)νεοελλ.1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή»)2. ο δηλωτικός τής πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός («πενιχρό γεύμα»)αρχ.ενδεής, φτωχός, άπορος.επίρρ...πενιχρώς και -ά / πενιχρῶς ΝΑμε πενιχρό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. τού ρ. πένομαι με επίθημα -χρός (πρβλ. βδελυ-χρός, μελι-χρός*)].
Dictionary of Greek. 2013.